ὀνομακλήτορα — ὀνομακλήτωρ one who announces guests by name masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνομακλήτορι — ὀνομακλήτωρ one who announces guests by name masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
номенклатура — собрание и объяснение условных названий и речений какой либо науки (терминология) Ср. Nomenclature (nomenclateur, составитель терминологии). Ср. Nomenculator (лат.) раб, называвший своему господину встречавшегося с ним. Ср. ονομακλήτωρ (όνομα,… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Номенклатура — собраніе и объясненіе условныхъ названій и реченій какой либо науки (терминологія). Ср. Nomenclature (nomenclateur, составитель терминологіи). Ср. Nomenc(u)lator (лат.) рабъ, называвшій своему господину встрѣчавшагося съ нимъ. Ср. ὄνομακλήτωρ… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ονοματοκλήτωρ — ὀνοματοκλήτωρ, ὁ (Μ) βλ. ονομακλήτωρ … Dictionary of Greek
ονοματολόγος — ο, η (Α ὀνοματολόγος) αυτός που ασχολείται με τη συλλογή και την ερμηνεία ονομάτων, λέξεων νεοελλ. 1. επιστήμονας που ασχολείται με την ονοματολογία. 2. ονοματοθέτης αρχ. αυτός που αναγγέλλει τα ονόματα τών προσκεκλημένων σε μια εκδήλωση,… … Dictionary of Greek
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek